- εκφάντωρ
- ἐκφάντωρ, ο (AM)αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα μυστικά, τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο ιεροφάντης («οἱ ιερεῑς ἐκφάντορές εἰσι τοῡ θεοῡ», Διον. Αρεοπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՅԱՅՏՆԱԲԱՆԻՉ — (նչի, չաց.) NBH 2 0321 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ἑκφάντωρ, ἑκφαντορικός expressor, enarrator, interpres. որ եւ ՅԱՅՏՆԱԲԱՆ. Բացատրօղ. մեկնիչ. թարգման. *Քահանայք յայտնաբանիչք են Աստուծոյ: Աստուածայինն քահանայապետ յայտնաբանիչ է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)